- λαικάζω
- λαικάζωwenchpres subj act 1st sgλαικάζωwenchpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαικάζω — (Α) 1. πορνεύω («βουλὴν πατήσεις καὶ στρατηγοὺς κλαστάσεις..., ἐν πρυτανείῳ λαικάσεις», Αριστοφ.) 2. εξαπατώ 3. φρ. απρόσ. «οὐχὶ λαικάσει;» λεγόταν ως υβριστική έκφραση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό μεταπλασμό τής λ. ληκῶ με αι (πρβλ.… … Dictionary of Greek
λαικάσει — λαικάζω wench aor subj act 3rd sg (epic) λαικάζω wench fut ind mid 2nd sg λαικάζω wench fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαικῶν — λαικάζω wench fut part act masc voc sg λαικάζω wench fut part act neut nom/voc/acc sg λαικάζω wench fut part act masc nom sg (attic epic ionic) λαικός of fem gen pl λαικός of masc/neut gen pl λαικόω make common pres part act masc voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαικάζει — λαικάζω wench pres ind mp 2nd sg λαικάζω wench pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαικάζουσιν — λαικάζω wench pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λαικάζω wench pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαικάσεις — λαικάζω wench aor subj act 2nd sg (epic) λαικάζω wench fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαικάζειν — λαικάζω wench pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαικῆς — λαικάζω wench fut ind act 2nd sg (doric) λαικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαικῷ — λαικάζω wench fut opt act 3rd sg λαικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλαικῶν — κατά λαικάζω wench fut part act masc voc sg κατά λαικάζω wench fut part act neut nom/voc/acc sg κατά λαικάζω wench fut part act masc nom sg (attic epic ionic) κατά λαικόω make common pres part act masc voc sg (doric aeolic) κατά λαικόω make… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)